υπερφυσικός

υπερφυσικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που είναι έξω από τη φύση και τους νόμους της: Υπερφυσικά φαινόμενα.
2. υπερκόσμιος, εξαίσιος, θεσπέσιος, υπερμεγέθης: Υπερφυσικό μέγεθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερφυσικός — ή, ό / ὑπερφυσικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που βρίσκεται πάνω από τους φυσικούς νόμους (α. «υπερφυσικά φαινόμενα» β. «υπερφυσικές δυνάμεις») νεοελλ. 1. εξαιρετικά μεγάλος, σημαντικός, ή δυνατός, τεράστιος 2. το αρσ. ως ουσ. οπαδός τού υπερφυσικισμού …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… …   Dictionary of Greek

  • τερατώδης — ες /τερατώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέρας, ατος] 1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.) 2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους τής φύσης, μη φυσιολογικός,… …   Dictionary of Greek

  • τιτανικός — (I) ή, ό / τιτανικός, ή, όν, ΝΑ [Τιτᾱνες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τιτάνες («τὴν λεγομένην... τιτανικήν φύσιν ἐπιδεικνύσι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. τιτάνιος, υπεράνθρωπος, υπερφυσικός («τιτανική δύναμη»). επίρρ... τιτανικώς Α κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερκόσμιος — α, ο / ὑπερκόσμιος, ον, ΝΜΑ αυτός που υπερβαίνει τον αισθητό κόσμο, υπερφυσικός, ουράνιος, θεϊκός νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία, αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής εμπειρικής γνώσης 2. φρ. «υπερκόσμια μεταφυσική»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”